εμβρέμομαι

εμβρέμομαι
ἐμβρέμομαι (Α)
ηχώ δυνατά («ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἰστίῳ ἐμβρέμεται» — φοβερός άνεμος σφυρίζει μέσα στα πανιά τού πλοίου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”